- κολούβιο
- Θραυσματογενές υλικό, που συσσωρεύεται στις πλαγιές ή στους πρόποδες των βουνών. Το κ. μπορεί να σχηματιστεί από τα νερά της βροχής, τα οποία παρασύρουν και συσσωρεύουν πηλό και κόκκους λεπτής άμμου στα κοιλώματα του εδάφους ή στις πλαγιές. Ο σχηματισμός κ. διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ισοπέδωση περιοχών όπου υπάρχουν αραιές σαβάνες και στέπες αλλά και σε καλλιεργημένα εδάφη, όπου η κλίση των πλαγιών μετριάζεται με τη συσσώρευσή τους.
Dictionary of Greek. 2013.